- ελκυστικότητα
- ηη ικανότητα να προσελκύει κανείς τους άλλους, έλξη, θέλγητρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελκυστικότητα — η η ιδιότητα τού ελκυστικού … Dictionary of Greek
έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
επαγωγός — ό (Α ἐπαγωγός, όν) [επάγω] ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικός («επαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα») αρχ. 1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτι («ἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.) 2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες...… … Dictionary of Greek
επιχάρεια — ἐπιχάρεια, ἡ (Α) γοητεία, ελκυστικότητα … Dictionary of Greek
κρυόμπλαστρο — το 1. κρύο έμπλαστρο 2. μτφ. άτομο που υστερεί σε ελκυστικότητα ως προς την εμφάνιση, τους τρόπους ή την έκφραση, κρύος, αντιπαθητικός, ανιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + έμπλαστρο] … Dictionary of Greek
κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… … Dictionary of Greek
έλξη — η 1. τράβηγμα. 2. (φυσ.), δύναμη που έχει την τάση να φέρει σε επαφή τα φυσικά σώματα μεταξύ τους ή που συγκρατεί σε επαφή τα μόριά τους: Παγκόσμια έλξη. – Μοριακή έλξη. 3. (χημ.) η τάση των στοιχείων να σχηματίζουν ενώσεις μεταξύ τους, η χημική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)